- βρομιάρης, -α, -ικο
- ο βρομερός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιγδιάρης, -α, -ικο — αυτός που έχει λίγδες, βρομιάρης: Είναι λιγδιάρης και τον αποφεύγουν οι γυναίκες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλιδιάρης — και λιγδιάρης, α, ικο λερωμένος, βρομιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λιγδιάρης] … Dictionary of Greek
λιγδιάρης — α, ικο γεμάτος λίγδες, βρομιάρης, ρυπαρός, ακάθαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίγδα] … Dictionary of Greek
ψειριάρης — α, ικο, Ν 1. (για πρόσ.) γεμάτος ψείρες, ψειρής 2. μτφ. βρομιάρης 3. το ουδ. ως ουσ. το ψειριάρικο βοτ. το ψειροβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψείρα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. φουκαρ ιάρης)] … Dictionary of Greek